- βαρυσκίπων
- βαρυσκίπωνwith a heavy clubmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαρυσκίπων — ( ονος), ο (Α) (για τον Ηρακλή) αυτός που κρατάει βαρύ ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σκίπων «σκήπτρο, ράβδος, μπαστούνι»] … Dictionary of Greek
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek